- μυριομπόδιστος
- μυριομπόδιστος, -η, -ον (Μ)βλ. μυριοεμπόδιστος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μυριοεμπόδιστος — και μυριομπόδιστος, η, ον (Μ) 1. αυτός που συναντά πάρα πολλά εμπόδια 2. αυτός που δημιουργεί άπειρες δυσκολίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + εμπόδιστος (< ἐμποδίζω), πρβλ. αν εμπόδιστος] … Dictionary of Greek